μολυβοκόντυλο

μολυβοκόντυλο
το см. μολύβι 3

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "μολυβοκόντυλο" в других словарях:

  • μολυβοκόντυλο — το βλ. μολυβδοκόνδυλο …   Dictionary of Greek

  • μολυβδοκόνδυλο — και μολυβοκόντυλο, το κοντύλι γραφής που αποτελείται από γραφίτη και άργιλο, ή άλλη χρωστική ύλη, η οποία περιέχεται σε λεπτή ξύλινη ράβδο, αλλ. μολύβι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + κονδύλι/κοντύλι. Η λ., στον λόγιο τ. μολυβδοκόνδυλον, μαρτυρείται… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»