μολυβοκόντυλο
Смотреть что такое "μολυβοκόντυλο" в других словарях:
μολυβοκόντυλο — το βλ. μολυβδοκόνδυλο … Dictionary of Greek
μολυβδοκόνδυλο — και μολυβοκόντυλο, το κοντύλι γραφής που αποτελείται από γραφίτη και άργιλο, ή άλλη χρωστική ύλη, η οποία περιέχεται σε λεπτή ξύλινη ράβδο, αλλ. μολύβι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + κονδύλι/κοντύλι. Η λ., στον λόγιο τ. μολυβδοκόνδυλον, μαρτυρείται… … Dictionary of Greek